- υβρίδιο
- το(λ. γαλλ.), ζώο ή φυτό που προέρχεται από διασταύρωση διαφορετικών ειδών (π.χ. το μουλάρι είναι υβρίδιο γαϊδουριού και αλόγου).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υβρίδιο — το, Ν 1. βιολ. α) φυτό ή ζώο που προέρχεται από τη διασταύρωση μεταξύ γενετικώς ανόμοιων ατόμων, απόγονος γονέων που ανήκουν σε διαφορετικά είδη, διαφορετικά γένη ή, σπανιότερα, σε διαφορετικές οικογένειες β) (κατ επέκτ.) κάθε ετερόζυγο άτομο 2.… … Dictionary of Greek
υβριδικός — ή, ό, Ν [υβρίδιο] 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υβρίδιο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι μικτού τύπου, μικτός 3. φρ. α) «υβριδική ζώνη» βιολ. γεωγραφική περιοχή η οποία αποτελεί χώρο αλληλοεπικάλυψης δύο γειτονικών πληθυσμών, υποειδών … Dictionary of Greek
πετουνιά — Ονομασία ποωδών καλλωπιστικών φυτών της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγονται απότη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία και καλλιεργούνται σε μεγάλο αριθμό ειδών και ποικιλιών (π. η μασχαλιαία, π. η ιόχρωμη, π. το υβρίδιο) για διακόσμηση σε … Dictionary of Greek
πετούνια — Ονομασία ποωδών καλλωπιστικών φυτών της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγονται απότη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία και καλλιεργούνται σε μεγάλο αριθμό ειδών και ποικιλιών (π. η μασχαλιαία, π. η ιόχρωμη, π. το υβρίδιο) για διακόσμηση σε … Dictionary of Greek
πολυυβρίδιο — το, Ν βιολ. υβρίδιο ετερόζυγο για πολλά γονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyhybrid (< πολυ * + υβρίδιο)] … Dictionary of Greek
καλσεολάρια — Γένος ποωδών ή θαμνωδών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στη Νότια Αμερική. Έχουν ανοιχτοπράσινα, εναλλασσόμενα ή αντίθετα, ωοειδή, μαλακά και χνουδωτά φύλλα. Είναι καλλωπιστικά φυτά και καλλιεργούνται στη γλάστρα… … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
κιτρολε(ϊ)μονιά — η 1. φυσικό υβρίδιο τής λεμονιάς που παράγει καρπούς οι οποίοι μοιάζουν με κίτρα αλλά έχουν χυμό και άρωμα λεμονιού 2. χαρακτηρισμός αγαπημένης γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + λε(ϊ)μονιά] … Dictionary of Greek
κοινωνιολογία — Επιστήμη η οποία μελετά τα κοινωνικά φαινόμενα και τις αλληλεπιδράσεις τους. Ο όρος κ. εμφανίστηκε για πρώτη φορά (ως λατινοελληνικό υβρίδιο sociologie) στο έργο Μαθήματα θετικής φιλοσοφίας (Cours de Philosophie positive) του Ογκίστ Κοντ (1837).… … Dictionary of Greek
λεβαντίνη — Φρυγανώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα), κοινό σε ξηρούς και πετρώδεις τόπους. Η επιστημονική του ονομασία είναι Santolina chamaecyparissus. Πρόκειται για πολυετή θάμνο, ύψους μέχρι 50 εκ., με ξυλώδη βλαστό και όρθιες, σκληρές … Dictionary of Greek